- αλεξιμορος
- ἀλεξίμοροςἀλεξί-μορος2отвращающий смерть
τρισσοὴ ἀλεξιμοροι (sc. θεοί) Soph. — три бога, хранящие от (безвременной) смерти, т.е. Аполлон, Артемида и Афина
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τρισσοὴ ἀλεξιμοροι (sc. θεοί) Soph. — три бога, хранящие от (безвременной) смерти, т.е. Аполлон, Артемида и Афина
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αλεξίμορος — ἀλεξίμορος, ον (Α) αυτός που απομακρύνει τον θάνατο ή τη συμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω + μόρος «θάνατος, όλεθρος»] … Dictionary of Greek
ἀλεξίμορον — ἀλεξίμορος warding off death masc/fem acc sg ἀλεξίμορος warding off death neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξιμόροιο — ἀλεξίμορος warding off death masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξιμόρων — ἀλεξίμορος warding off death masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξιμόρῳ — ἀλεξίμορος warding off death masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξίμοροι — ἀλεξίμορος warding off death masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)